- υπερδιέγερση
- ηη υπερβολική νευρική ή ψυχική διέγερση: Μετά τον καβγά βρίσκεται σε υπερδιέγερση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερδιέγερση — η, Ν 1. (ιατρ. ψυχολ.) έντονη νευρική ή ψυχική διέγερση, υπερένταση 2. φρ. «υπερδιέγερση γεννήτριας» (ηλεκτρ.) κατάσταση γεννήτριας που τροφοδοτεί επαγωγικό φορτίο με ορισμένο συντελεστή ισχύος, οπότε πρέπει, όταν αυξάνεται η ένταση φόρτισης, να… … Dictionary of Greek
ζοχάδα — η και πληθ. ζοχάδες, οι 1. αιμορροΐδα* 2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του») 3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ … Dictionary of Greek
λάβρα — η 1. ισχυρός καύσωνας, μεγάλη ζέστη, κάψα, υπερβολική θερμότητα 2. μτφ. ψυχική υπερδιέγερση, μεγάλος καημός, έξαψη 3. φρ. «φωτιά και λάβρα» α) αφόρητη ζέστη β) μεγάλη στενοχώρια, καημός γ) μεγάλη ακρίβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. λάβρος, κατά τα … Dictionary of Greek
λαχταρώ — (Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, άω) επιθυμώ σφοδρά, ποθώ διακαώς («λαχτάρησε τα παιδιά του τόσον καιρό στο εξωτερικό») νεοελλ. 1. (ιδίως για ψάρι) σπαρταρώ 2. σπαράζω, συγκλονίζομαι από συγκίνηση ή πόθο 3. βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από φόβο ή αγωνία,… … Dictionary of Greek
μαλαθείο — Οργανοφωσφορική ένωση του τύπου C10H19O6PS2· είναι επίσης γνωστή με διάφορες εμπορικές ονομασίες, όπως μερκαπτοθείο, μάλντισον κ.ά. Είναι κίτρινο υγρό, με υψηλό σημείο βρασμού και διαλύεται στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες, αλλά είναι… … Dictionary of Greek
μεταγνωμία — η η ικανότητα ορισμένων ατόμων, όταν βρίσκονται σε υπερδιέγερση ή σε κατάσταση υπνωτισμού ή και σε φαινομενικώς ομαλή κατάσταση, να αντιλαμβάνονται, όπως ισχυρίζονται, τα ενδόμυχα διανοήματα τών άλλων ή να διακρίνουν πράγματα που δεν είναι αμέσως … Dictionary of Greek
ονείρωξη — (Ιατρ.). Εκσπερμάτωση στη διάρκεια του ύπνου, που συχνά συμβαίνει σε συνδυασμό με κάποιο όνειρο σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι όμως δυνατό να οφείλεται και σε νευρική υπερδιέγερση, αυνανισμό ή παρατεταμένη εγκράτεια. * * * η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και … Dictionary of Greek
σατυρίαση — (Ιατρ.). Έξαρση της γενετήσιας ορμής, στον άντρα. Διακρίνεται σε τοξική σ., που είναι παροδική και οφείλεται στη χρήση ορισμένων φαρμάκων (φώσφορου κανθαριδίνης, στρυχνίνης, υοχιμβίνης) και νευρική σ., η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων… … Dictionary of Greek
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek